- αναπάλλω
- (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω)1. πάλλω, σείω προς τα επάνω2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός)ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνωνεοελλ.δονούμαι, συγκλονίζομαιαρχ.1. κινώ πέρα δώθε, πάνω κάτω2. ερεθίζω, εξεγείρω, παροτρύνω, παρακινώ3. φρ. «ἀναπάλλω κῶλα», χορεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πάλλω.ΠΑΡ. ανάπαλση(-ις) αρχ. ἀνάπαλος(ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.